.Αγκαλιά στην πολυθρόνα

Της Βένας Γεωργακοπούλου 
Λένε για μας τους κοινούς θνητούς, ότι πηγαίναμε όλοι να τρουπώσουμε στο Δημόσιο, ότι σουρνόμαστε σε γραφεία βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας για να μας διορίσουν κι ας ήταν η ψυχούλα μας και η ψήφος μας στα αριστερά. Για τους καλλιτέχνες μας, δεν ακούω τίποτα. Η αίγλη του Δημοσίου εξακολουθεί γι” αυτούς να είναι πολύ μεγάλη, ακόμα και τώρα, που παραπαίει, που δεν έχει μία. Ακόμα και τώρα, που βρίσκεται υπό κατοχήν από τη Μέρκελ και τα στρατεύματά της, από τον Σαμαρά και τους προδότες του…

Πιστεύοντας με πάθος ότι το κράτος οφείλει να στηρίζει την τέχνη και τα ταλέντα, δεν αναφέρομαι, φυσικά, στο κίνημα υπέρ των επιχορηγήσεων κάθε είδους – αν και έχει υποστείλει από σεμνότητα και μέτρο τη σημαία του, σε μια περίοδο που όλος ο ελληνικός πληθυσμός υποφέρει από τα γνωστά.
Σκέφτομαι απλώς τώρα τελευταία κάτι λίγους, ελάχιστους επαναστάτες, που έχουν βγει στα κάγκελα εναντίον μνημονίων, καπιταλισμού, Ευρώπης και κυβέρνησης, που έχουν κάνει κατά κόρον το κομμάτι τους σε πλατείες, συνεντεύξεις, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, παραστάσεις και συναυλίες, και ξαφνικά, σαν τα καλά παιδιά, παίζουν παιχνίδι με το διεφθαρμένο, πουλημένο κράτος τού Μπένι και του Σαμαρά.
Ας πούμε: γνωστός και αγαπημένος συνθέτης, που του είχε κολλήσει πριν από λίγο καιρό ότι έχουμε χούντα, δεν είχε κανένα πρόβλημα να συμμετάσχει σε φεστιβάλ που επιχορηγείται από το χουντικό κράτος και τον φορολογούμενο στα όρια της εξαθλίωσης πολίτη. 
Απ” ό,τι θυμάμαι επί χούντας, αν έβριζες δημόσια τη χούντα, δεν σε καλούσε στις γιορτές της. Σε καλούσε μια βόλτα από το… τμήμα. 
Ο ίδιος, μάλιστα, είχε χθες ραντεβού με τον χουντικό υπουργό Πολιτισμού. Ελπίζω να μην έπεσε πάνω σε άλλον υπουργό της ίδιας χουντικής κυβέρνησης, αυτόν που είχε κάνει το βρακί της γυναίκας του ωραίο τραγουδάκι.

Ας πούμε: γνωστός, ιδιοφυής και λαοφιλής θεατρικός συγγραφέας και κωμικός ηθοποιός, που όλο τον χειμώνα καλούσε από την εκπομπή του σε ιδιωτικό κανάλι τον λαό σε αντίσταση, ετοιμάζεται τον χειμώνα να λάμψει στην πρώτη κρατική μας σκηνή.

Προσκεκλημένος του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή, εκλεκτού του πρωθυπουργού.
 Να σκεφτώ ότι αυτό είναι το μεγαλείο της δημοκρατίας μας, ότι χρηματοδοτεί, δηλαδή, τον ίδιο τον εχθρό της για να τη σατιρίσει και να την ξεφτιλίσει; Μακάρι. 

Πολύ θα μου άρεσε αυτό το σενάριο. Να δω, δηλαδή, μέσα στα βελούδα τού Τσίλερ ένα θέαμά του, από τα γνωστά τηλεοπτικά, απλώς λίγο πιο δουλεμένο και σοφιστικέ – κι ας μην είναι της αισθητικής και της ιδεολογίας μου.

Κάτι, όμως, μου λέει ότι ο καλός αυτός συγγραφέας κάτι πιο σοβαρό και ολοκληρωμένο θα γράψει για το Εθνικό. Θα αφήσει τη Μέρκελ και τον καλό της, τον Σαμαρά, και τη λεηλασία των φτωχών και αδυνάτων, τα συνθήματα και τις μπροσούρες, και θα θελήσει να αποδείξει για ακόμα μία φορά το ταλέντο του. Με μια πολιτική, βέβαια, κωμωδία, από εκείνες που τόσο καλά ξέρει να γράφει.

Μόνο μία απορία έχω. Γιατί δεν έμεινε έξω από την αγκάλη του Δημοσίου, ελεύθερος και ωραίος, να του σούρνει τα εξ αμάξης και να μην του οφείλει ούτε ένα ευρουλάκι; Τόσο ζόρι τραβάει η ιδιωτική θεατρική πιάτσα, που ούτε αυτός, ο σούπερ σταρ, μπορεί πια να κάνει πράξη τα θεατρικά του οράματα;
Εκτός κι αν τον έπεισε ο διορισμένος από τη μνημονιακή κυβέρνηση διευθυντής του Εθνικού. Οχι μόνο γιατί πιστεύει στο ταλέντο του, αλλά και για τα έσοδα που ονειρεύεται να φέρει στα ταμεία του.

.

.