Τις γάτες δεν τις
συμπαθώ. Είμαι με τους σκύλους, δηλαδή. Με τους μεγάλους σκύλους, τους
«κανονικούς». Γιατί υπάρχουν και οι άλλοι, οι μινιατούρες, που κουβαλούν οι
κυρίες. Υβρίδια σκύλοι – λουί βουιτόν. Γάτα, λοιπόν, δεν είχα ποτέ. Τι με
ενοχλεί στη γάτα; Ότι μοιάζει στον κακό μας εαυτό. Γιατί μη μου πείτε ότι
ξέρετε καμιά γάτα που βγάζει με κόπο το ψωμί της. Δεν λέω, κάποτε υπήρχαν.
Στο
χωριό, ας πούμε, τις θυμάμαι τα καλοκαίρια, να παραμονεύουν στις μάντρες τα
ποντίκια.
Άντε μια φορά την εβδομάδα -όποτε είχαμε ψάρι, δηλαδή- να τους πετούσε ο
παππούς κανένα ψαροκόκαλο και εκείνες να το αρπάζουν στον αέρα – τις άλλες
μέρες, όμως, τις έτρωγε το πάνω-κάτω στα δέντρα, για μια ακρίδα και μια αράχνη.
Σιγά-σιγά όμως το
DNA τους μεταλλάχθηκε, έγινε νεοελληνικό. Στα χωριά θα τις δεις γύρω απ' τα
καφενεία να ζητιανεύουν υπόλοιπα του «ούζου – μεζέ» και στην Αθήνα να
περιμένουν σαν «αρχόντισσες» στους καναπέδες, το κλικ της κονσέρβας. Έτσι και
στο κοντινό παρκάκι. Μια γάτα ήρθε και γέννησε τρία γατιά. Μόλις άνοιξαν τα
μάτια τους και περπάτησαν εκείνη τα εγκατέλειψε με τον πρώτο τυχόντα γάτο, αλλά
δεν είναι ώρα για ηθικολογίες.
Το ένα γατί μαύρο σαν πάνθηρας, ζει μόνο του από
τότε στο πάρκο. Το ξημέρωμα κυνηγάει ποντικούς γύρω από τις ρίζες των δέντρων
και το βράδυ πουλιά στα δέντρα. Αδύνατος, αλλά ευτυχισμένος. Το δεύτερο γατί
είναι χρυσό, σαν λέαινα. Περιπλανιέται και αυτό στο πάρκο καθαρίζοντάς το από
τρωκτικά και έντομα και κάπου κάπου γρατζουνάει τις πόρτες ζητώντας μια
ανταμοιβή. Αρπάζει το αποφάγι, δεν το μυρίζει καν και εξαφανίζεται.
Και υπάρχει και
το τρίτο, το «σπιτίσιο», που έχει τρυπώσει σε διαμέρισμα διπλανής
πολυκατοικίας. Ένα γκρίζο γατάκι που άμα δει ψωμιέρα, ψυγείο ή ντουλάπι να
ανοίγει, τσουπ στα πόδια σου! Νιαουρίζει και γούζιεται μέχρι να πάρει
«μερίδιο». Τα αποφάγια δεν τα καταδέχεται και σε λίγο τα κορίτσια του σπιτιού
θα του βγάζουν πιάτο κανονικό να τρώει δίπλα τους.
Γιατί ποιος να υπομείνει την
κλάψα του; Άσε που το βρίσκουν συμπαθητικό που τρίβεται συνεχώς ανάμεσα στα
πόδια τους. «Να που το θράσος ανταμείβεται και στην κοινωνία των γάτων» θα
μουρμουράει ο μαύρος γάτος κάθε φορά που θα κοιτάει προς τα σπίτια.
Εκεί, στις
τελευταίες σκέψεις, μου ήρθε στο νου και ο Μητσοτάκης. Ναι, ο υπουργός! Δεν
είμαι ισορροπημένος (ποτέ δεν το ισχυρίστηκα), αυτή τη φορά όμως ταράχθηκα
αληθινά. Μετά, το ξανασκέφθηκα.
Ο ένας γάτος στάθηκε μόνος του στη ζούγκλα της ζωής. Ο
δεύτερος κυνηγάει μεν αλλά θέλει, που και που, μια ανταμοιβή. Και ο τρίτος ζει
παρασιτικά προσφέροντας τη γούνα του για λίγα χάδια. Θα μπορέσει, λοιπόν, ο
Μητσοτάκης να αξιολογήσει την προσφορά της κάθε γάτας; Ή θα τις πάρει όλες ο
διάολος; Οι προηγούμενοι, πάντως, δεν τα κατάφεραν.
Ή άρχιζαν τις κλοτσιές ή
τις έκαναν όλες «σπιτίσιες» - συνήθως αυτό. Τώρα, όμως, που δεν υπάρχουν σπίτια
για όλες τις γάτες -γεννάνε συνεχώς οι άτιμες- κάποιος πρέπει να συμμορφώσει τη
«σπιτίσια» γιατί αλλιώς θα χάσουμε τον πάνθηρα, θα χάσουμε και τη λέαινα και θα
γεμίσει με τρωκτικά η περιοχή.
ΥΓ: Και αν η αξιολόγηση των γάτων και η ανταμοιβή αυτών που κυνηγούν ποντίκια,
φαντάζει χρονοβόρα και απρόβλεπτη, η λύση υπάρχει εδώ. Την έχω κάνει πριν 22 μήνες αλλά οι άνθρωποι
(όπως και οι γάτες άλλωστε) δεν αλλάζουν εύκολα συνήθειες, όσο κακές κι αν
είναι.