.Αναζητώντας τη συμπόνια στον αιώνα του μίσους

του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή πού βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων.
Τάσος Λειβαδίτης
Βασική προϋπόθεση για την κοινωνική συμβίωση είναι η συμπόνια. Αν δεν υπάρχει αυτή, τότε πολλές από τις σταθερές της ζωής καταλύονται και ο βίος του ανθρώπου μετατρέπεται σε ένα διαρκή αγώνα απέναντι στην εχθρότητα, το μίσος και τη δυσανεξία του άλλου.

Η απλή, καθημερινή συμπόνια, η ανιδιοτελής αγάπη για τον άλλον, το αίσθημα ότι συμπάσχεις με το διπλανό στο δύσκολο άθλο της βιωτής.
Αυτή η συμπόνια εξέλειπε από το τόπο εδώ και χρόνια. Η απουσία της όμως έγινε ιδιαίτερα αισθητή με το ξέσπασμα της κρίσης. Όταν απογυμνώθηκε το φκιασιδωμένο κορμί μιας κοινωνίας που βρισκόταν σε χαύνωση ή, κατ' άλλους, ζούσε το όνειρο της αέναης, κρατικά εγγυημένης, σε δανεικά στηριγμένης, ευμάρειας, η ανάγκη για συμπόνια έγινε ακόμη μεγαλύτερη.
Μόνο που όταν επί δεκαετίες καλλιεργείς την ανελέητη ατομοκρατία και τον εγωισμό δεν μπορείς να περιμένεις από τη μια μέρα στην άλλη να ξυπνήσει στον άνθρωπο ένα από τα ευγενέστερα συναισθήματα που του δίδαξε η ανθρώπινη εξέλιξη.
Η συμπόνια όμως ως ανθρώπινο συναίσθημα έχει μια βασική και άτεγκτη προϋπόθεση, η οποία δεν είναι άλλη από την αλήθεια.
 Μόνο όταν ο άνθρωπος βρει την αλήθεια μέσα του, μόνο όταν σκύψει πάνω από την αλήθεια που δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η συνείδηση της ατομικότητάς του, της σχέσης του με την κοινωνία και της κοινωνίας με αυτόν, μόνο τότε θα μπορέσει, ίσως, να κάνει το μεγάλο βήμα και να δει τον εαυτό του στη θέση του άλλου, όπου άλλος: ο ξένος ή ο διπλανός, ο χειμαζόμενος, ο απόκληρος, ο αποσυνάγωγος. 
Η συμπόνια πέραν της ανθρωπολογικής και της γνωσιολογικής της διάστασης, έχει και μια ακόμη, την κοινωνική, γιατί λειτουργεί ως αντίδοτο στο μίσος και τη δυσανεξία.
Η ελληνική κοινωνία υποφέρει από χρόνια απουσία της συμπόνιας. Και αυτό γιατί η ελληνική κοινωνία δεν έχει μάθει να συγχωρεί και να συγχωρείται.
 Γιατί η ελληνική κοινωνία καταδικασμένη να ζει σε μια σπειροειδή κίνηση τα περασμένα και τα μελλούμενα σε χρόνο παρόντα, δεν έχει μάθει, δεν έχει διδαχθεί την έννοια της συγγνώμης και της συγχώρεσης.
Γιατί η ελληνική κοινωνία πορεύτηκε και πορεύεται, προσπαθώντας να διατηρήσει ζωντανό τον τελευταίο εμφύλιο πόλεμο. 
Οι αντίπαλοι του τελευταίου εμφυλίου πολέμου άφησαν πίσω τους άταφους και άκλαυτους νεκρούς, δικούς τους και των αντιπάλων. Γιατί κανένας νεκρός δεν ησυχάζει αν δε συγχωρέσει και δε συγχωρεθεί από τον αντίπαλο ή ακόμη και το φονιά του.
Γιατί η ελληνική κοινωνία γαλουχημένη με το «ταξικό» ή «εθνικό» μίσος επιμένει, σε πείσμα των καιρών και των αιώνων, να έχει το βλέμμα της στραμμένο προς τα πίσω, με μια νεκροφιλική και μαζοχιστική διάθεση, αντί να ατενίζει το μέλλον και τις προκλήσεις του. Έτσι εξηγείται, αυτό το παλιρροιακό κύμα μίσους που σκέπασε το τόπο, τρώει τα σωθικά του και σταματά κάθε προσπάθεια δημιουργίας.
Γιατί, τέλος, η ελληνική κοινωνία δυσανεκτική απέναντι στην εμπειρία και τη γνώση, επιμένει να βαυκαλίζεται ως ένα κακομαθημένο παιδί της ιστορίας, μη θέλοντας να αντιληφθεί πως η συμπόνια είναι υποχρέωσή της, πως είναι το εισιτήριο της για την είσοδο στην επικράτεια του άλλου, όπου θα γνωρίσει και θα γνωριστεί, θα συγχωρήσει και θα συγχωρηθεί, για να μπορέσει να προχωρήσει παρακάτω.
Η απουσία της συμπόνιας στον αιώνα του μίσους είναι η περίτρανη απόδειξη της ανωριμότητας της ελληνικής κοινωνίας που άγεται και φέρεται από δημαγωγούς και απατεώνες, που υπόσχονται επίγειους παραδείσους και επιστροφή στο χρυσό αιώνα της αμεριμνησίας, χωρίς κόπο και, κυρίως, χωρίς αναστοχασμό για τις αιτίες που μας έφεραν ως εδώ.

.

.