Πολλά
γράφονται και ακόμη περισσότερα ακούγονται για τρεις πρώην πρωθυπουργούς που
έχουν διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην πορεία της χώρας προς τη χρεοκοπία. Ο
ελληνικός λαός είναι εκείνος που θα αποφασίσει αν για κάποιον λόγο θα
επιφυλάξει και πάλι ρόλο σε κάποιον εκ των τριών. Και ο ιστορικός του μέλλοντος
είναι εκείνος που θα τους απονείμει το πρέπον μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή
καταστροφή.
Το σίγουρο είναι πως οι κ. Σημίτης, Καραμανλής και Παπανδρέου έχουν χειρισθεί την περίοδο μετά την πρωθυπουργία τους με πολύ διαφορετικό τρόπο.
Ο κ. Σημίτης προειδοποίησε εγκαίρως από το βήμα της Βουλής για την επικείμενη χρεοκοπία και προσφυγή στο ΔΝΤ όταν κανείς δεν μιλούσε ή δεν ήθελε να ακούσει για την πραγματικότητα.
Οι παρεμβάσεις του είναι πάντοτε καίριες χωρίς ωστόσο να πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα, να προτείνουν δηλαδή συγκεκριμένο σχέδιο για την έξοδο από την κρίση. Το κυριότερο, όμως, είναι πως ο κ. Σημίτης δεν έχει ποτέ κάνει αυτοκριτική για την περίοδο της διακυβέρνησής του, για την τεράστια φούσκα του χρηματιστηρίου και ιδιαίτερα για το μείζον ζήτημα της διαφθοράς.
Πρέπει κάποτε να μιλήσει γι’ αυτήν την «ταμπακιέρα», γιατί ειδικά μετά τις αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα των εξοπλισμών η κοινωνία θέλει να λάβει απαντήσεις. Και προφανώς δεν αρκεί η περίφημη φράση της εποχής «η ανάπτυξη θέλει τη διαπλοκή της» ούτε η δικαιολογία πως κανείς δεν πήγε εγκαίρως στον εισαγγελέα...
Ο κ. Καραμανλής έχει επιλέξει τη σιωπή, αν και υπάρχουν «κύκλοι» που εμφανίζονται να τον εκφράζουν κατά καιρούς. Υπάρχουν πολλά αναπάντητα όσο και κρίσιμα ερωτήματα για επιλογές προσώπων, για την αδυναμία επιβολής του σε κρίσιμες στιγμές, για την άρνηση έγκαιρης αντιμετώπισης του επικείμενου δημοσιονομικού εκτροχιασμού.
Ο πρώην πρωθυπουργός δεν έχει απαντήσει στο γιατί δεν πήρε σκληρά μέτρα το φθινόπωρο του 2008, όταν πλέον ήξερε πού πήγαινε το καράβι, και γιατί συνέχισε να ξοδεύει έως το φθινόπωρο του 2009, παρά τις προειδοποιήσεις Ελλήνων και ξένων. Η σιωπή δεν ταιριάζει στον θεσμικό ρόλο ενός πρώην πρωθυπουργού που ήξερε καλά τα θέματα και είχε άποψη γι’ αυτά.
Η διόγκωση του δημόσιου μισθολογίου, η απώλεια ελέγχου στον κρίσιμο τομέα του νόμου και της τάξης και η μη λήψη έγκαιρων μέτρων αναμένουν απαντήσεις.
Οσο για τον κ. Παπανδρέου έχει χειρισθεί την περίοδο μετά την πρωθυπουργία του με ανεπάρκεια. Δεν είναι ούτε έξω μόνο ούτε εδώ πραγματικά για να υπερασπισθεί ό,τι πιστεύει ότι μπορεί να υπερασπισθεί.
Ο κ. Παπανδρέου μάς οφείλει απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα. Γιατί δεν προσέφερε συνδρομή στον κ. Καραμανλή για την αντιμετώπιση του χρέους την άνοιξη του 2009, παρότι του ζητήθηκε; Γιατί δεν πιάστηκε από την ομιλία του προκατόχου του στη ΔΕΘ ώστε να προσαρμόσει την πολιτική του πολύ νωρίτερα αντί να επιμείνει σε εκείνο το καταραμένο «λεφτά υπάρχουν»;
Γιατί δεν προσπάθησε να αποφύγει το ΔΝΤ και το Μνημόνιο υιοθετώντας άμεσα περιοριστικά μέτρα, και από πότε αποφάσισε ότι το ΔΝΤ αποτελούσε μονόδρομο και γιατί; Επιχείρησε να αντικρούσει την κ. Μέρκελ όταν το επέβαλε συμμαχώντας με τον κ. Μπαρόζο και άλλους, ή όχι;
Σε όλα τα παραπάνω δικαιούμαστε απαντήσεις. Είναι πολύ εύκολο για τους πρώην ηγέτες μας να αποδώσουν την πτώση τους και την πτώση της χώρας στο βαθύ ΠΑΣΟΚ, σε ξένες αόρατες δυνάμεις ή σε ακατανόμαστα συμφέροντα. Είναι όμως πολύ πιο χρήσιμο εθνικά και γενναίο πολιτικά να κάνουν και την αυτοκριτική τους...
Το σίγουρο είναι πως οι κ. Σημίτης, Καραμανλής και Παπανδρέου έχουν χειρισθεί την περίοδο μετά την πρωθυπουργία τους με πολύ διαφορετικό τρόπο.
Ο κ. Σημίτης προειδοποίησε εγκαίρως από το βήμα της Βουλής για την επικείμενη χρεοκοπία και προσφυγή στο ΔΝΤ όταν κανείς δεν μιλούσε ή δεν ήθελε να ακούσει για την πραγματικότητα.
Οι παρεμβάσεις του είναι πάντοτε καίριες χωρίς ωστόσο να πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα, να προτείνουν δηλαδή συγκεκριμένο σχέδιο για την έξοδο από την κρίση. Το κυριότερο, όμως, είναι πως ο κ. Σημίτης δεν έχει ποτέ κάνει αυτοκριτική για την περίοδο της διακυβέρνησής του, για την τεράστια φούσκα του χρηματιστηρίου και ιδιαίτερα για το μείζον ζήτημα της διαφθοράς.
Πρέπει κάποτε να μιλήσει γι’ αυτήν την «ταμπακιέρα», γιατί ειδικά μετά τις αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα των εξοπλισμών η κοινωνία θέλει να λάβει απαντήσεις. Και προφανώς δεν αρκεί η περίφημη φράση της εποχής «η ανάπτυξη θέλει τη διαπλοκή της» ούτε η δικαιολογία πως κανείς δεν πήγε εγκαίρως στον εισαγγελέα...
Ο κ. Καραμανλής έχει επιλέξει τη σιωπή, αν και υπάρχουν «κύκλοι» που εμφανίζονται να τον εκφράζουν κατά καιρούς. Υπάρχουν πολλά αναπάντητα όσο και κρίσιμα ερωτήματα για επιλογές προσώπων, για την αδυναμία επιβολής του σε κρίσιμες στιγμές, για την άρνηση έγκαιρης αντιμετώπισης του επικείμενου δημοσιονομικού εκτροχιασμού.
Ο πρώην πρωθυπουργός δεν έχει απαντήσει στο γιατί δεν πήρε σκληρά μέτρα το φθινόπωρο του 2008, όταν πλέον ήξερε πού πήγαινε το καράβι, και γιατί συνέχισε να ξοδεύει έως το φθινόπωρο του 2009, παρά τις προειδοποιήσεις Ελλήνων και ξένων. Η σιωπή δεν ταιριάζει στον θεσμικό ρόλο ενός πρώην πρωθυπουργού που ήξερε καλά τα θέματα και είχε άποψη γι’ αυτά.
Η διόγκωση του δημόσιου μισθολογίου, η απώλεια ελέγχου στον κρίσιμο τομέα του νόμου και της τάξης και η μη λήψη έγκαιρων μέτρων αναμένουν απαντήσεις.
Οσο για τον κ. Παπανδρέου έχει χειρισθεί την περίοδο μετά την πρωθυπουργία του με ανεπάρκεια. Δεν είναι ούτε έξω μόνο ούτε εδώ πραγματικά για να υπερασπισθεί ό,τι πιστεύει ότι μπορεί να υπερασπισθεί.
Ο κ. Παπανδρέου μάς οφείλει απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα. Γιατί δεν προσέφερε συνδρομή στον κ. Καραμανλή για την αντιμετώπιση του χρέους την άνοιξη του 2009, παρότι του ζητήθηκε; Γιατί δεν πιάστηκε από την ομιλία του προκατόχου του στη ΔΕΘ ώστε να προσαρμόσει την πολιτική του πολύ νωρίτερα αντί να επιμείνει σε εκείνο το καταραμένο «λεφτά υπάρχουν»;
Γιατί δεν προσπάθησε να αποφύγει το ΔΝΤ και το Μνημόνιο υιοθετώντας άμεσα περιοριστικά μέτρα, και από πότε αποφάσισε ότι το ΔΝΤ αποτελούσε μονόδρομο και γιατί; Επιχείρησε να αντικρούσει την κ. Μέρκελ όταν το επέβαλε συμμαχώντας με τον κ. Μπαρόζο και άλλους, ή όχι;
Σε όλα τα παραπάνω δικαιούμαστε απαντήσεις. Είναι πολύ εύκολο για τους πρώην ηγέτες μας να αποδώσουν την πτώση τους και την πτώση της χώρας στο βαθύ ΠΑΣΟΚ, σε ξένες αόρατες δυνάμεις ή σε ακατανόμαστα συμφέροντα. Είναι όμως πολύ πιο χρήσιμο εθνικά και γενναίο πολιτικά να κάνουν και την αυτοκριτική τους...