Του Παντελή Σαββίδη
Πριν από λίγες ημέρες, στις 19 Μαίου, τιμήσαμε τα θύματα της γενοκτονίας του
Ποντιακού Ελληνισμού. Σε δύο ημέρες, θα θυμηθούμε για άλλη μια φορά, χωρίς ποτέ να μπορέσουμε να ξεχάσουμε, την Άλωση της Πόλης.
Πριν από λίγες ημέρες, στις 19 Μαίου, τιμήσαμε τα θύματα της γενοκτονίας του
Ποντιακού Ελληνισμού. Σε δύο ημέρες, θα θυμηθούμε για άλλη μια φορά, χωρίς ποτέ να μπορέσουμε να ξεχάσουμε, την Άλωση της Πόλης.
Της Πόλης που με την
ακτινοβολία της διατήρησε για μία χιλιετία και πλέον τον ελληνικό τρόπο, την
ελληνική πρόταση ζωής. Την Πόλη που επηρέασε ακόμη και τη διάδοχη της Βυζαντινής,
την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Βυζαντινή κληρονομιά, το «Βυζάντιο μετά το
Βυζάντιο», θα ζήσει τον ανθρωπισμό που μετουσίωσε το αρχαίο μάθημα, η αρχαία
Ελλάδα, δηλαδή, μπολιάζοντάς το με το χριστιανισμό, αυτό το μάθημα που
μετέφεραν στη Δύση, φεύγοντας, οι διανοούμενοι της Κωνσταντινούπολης.
Οι πόλεις και οι πολιτισμοί, γεννιούνται, εξελίσσονται και παρακμάζουν, για να αναγεννηθούν πάλι, όσες πόλεις και όσοι πολιτισμοί έχουν μια διαχρονική πρόταση.
Και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η ελληνική πρόταση είναι και διαχρονική και οικουμενική.
Δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την οικουμενικότητά της.
Ό,τι την διαμόρφωσε από την αρχαία εποχή ως και τις ημέρες μας διακρίνεται από αυτό που έχει ανάγκη η ανθρωπότητα. Πνευματικότητα, ανοχή, αγάπη για τη ζωή, επικοινωνία με τον άνθρωπο τον οποίο θέτει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της.
Διοίκηση ρωμαϊκής έμπνευσης, θρησκεία και εκκλησία χριστιανική και ελληνόφωνη, ελληνοπρεπής πνευματική κίνηση και διανόηση είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Βυζαντίου.Η πτώση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση στην οποία συνέτρεξαν όλες οι προϋποθέσεις παρακμής και κατάρρευσης.
Και όσοι, σήμερα, λαοί, διαθέτουν ευαίσθητες κεραίες και ικανές ηγεσίες, αντιμετώπισαν από νωρίς τον κίνδυνο της παρακμής και της πτώσης.
Πριν μερικά χρόνια, στην ΕΡΤ3, κάναμε μια εκπομπή με βάση ένα ντοκυμαντέρ του ρώσου Αρχιμανδρίτη Τύχωνα για τα μαθήματα από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και με προσκεκλημένο τον ίδιο το ρώσο ιερωμένο.
Ο Τύχων, ο οποίος είναι ηγούμενος της φημισμένης μονής Σρέντεσκι (Υπαπαντής), στο Κέντρο της Κόκκινης Πλατείας, δεν είναι ένας τυχαίος κληρικός. Είναι πνευματικός του ρώσου ηγέτη. Και έχει αναλάβει ευρύτερες δραστηριότητες οι οποίες δεν είναι της παρούσης.
Οι πόλεις και οι πολιτισμοί, γεννιούνται, εξελίσσονται και παρακμάζουν, για να αναγεννηθούν πάλι, όσες πόλεις και όσοι πολιτισμοί έχουν μια διαχρονική πρόταση.
Και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η ελληνική πρόταση είναι και διαχρονική και οικουμενική.
Δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την οικουμενικότητά της.
Ό,τι την διαμόρφωσε από την αρχαία εποχή ως και τις ημέρες μας διακρίνεται από αυτό που έχει ανάγκη η ανθρωπότητα. Πνευματικότητα, ανοχή, αγάπη για τη ζωή, επικοινωνία με τον άνθρωπο τον οποίο θέτει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της.
Διοίκηση ρωμαϊκής έμπνευσης, θρησκεία και εκκλησία χριστιανική και ελληνόφωνη, ελληνοπρεπής πνευματική κίνηση και διανόηση είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Βυζαντίου.Η πτώση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση στην οποία συνέτρεξαν όλες οι προϋποθέσεις παρακμής και κατάρρευσης.
Και όσοι, σήμερα, λαοί, διαθέτουν ευαίσθητες κεραίες και ικανές ηγεσίες, αντιμετώπισαν από νωρίς τον κίνδυνο της παρακμής και της πτώσης.
Πριν μερικά χρόνια, στην ΕΡΤ3, κάναμε μια εκπομπή με βάση ένα ντοκυμαντέρ του ρώσου Αρχιμανδρίτη Τύχωνα για τα μαθήματα από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και με προσκεκλημένο τον ίδιο το ρώσο ιερωμένο.
Ο Τύχων, ο οποίος είναι ηγούμενος της φημισμένης μονής Σρέντεσκι (Υπαπαντής), στο Κέντρο της Κόκκινης Πλατείας, δεν είναι ένας τυχαίος κληρικός. Είναι πνευματικός του ρώσου ηγέτη. Και έχει αναλάβει ευρύτερες δραστηριότητες οι οποίες δεν είναι της παρούσης.
Με το ντοκυμαντέρ, που είχε μεγάλη απήχηση και στους συμπατριώτες του και στο
εξωτερικό, ήθελε να δείξει τις συνέπειες που έχει η κατάρρευση μιας
αυτοκρατορίας. Ήθελε να προειδοποιήσει τους Ρώσους για τις συνέπειες από τη
διαλυτική τακτική ορισμένων νεόπλουτων και πολιτικών της πατρίδας του.
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Το Βυζάντιο έφτασε στη μέγιστη ακμή του κατά τον 7ο αιώνα, περίπου, επι Ηρακλείου, και άρχισε να κλονίζεται, ουσιαστικά, όταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε στο Ματζικέρτ το 1071.
Από το 1204 δεν υπάρχει πλέον ισχυρό βυζαντινό κράτος και αυτό δεν έχει να κάνει με τους οθωμανούς, αλλά με τη Δύση.
Οι Οθωμανοί ηγέτες, χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά το όπλο της θρησκείας για να πετύχουν τους κατακτητικούς τους στόχους. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του σουνιτικού ισλάμ ως επίσημης θρησκείας τους, αφού, έχει τα πιο επιθετικά χαρακτηριστικά.
Ισλάμ ή ξίφος ήταν το σύνθημα των μουσουλμάνων της εποχής. Το ίδιο σύνθημα βλέπουμε και ακούμε και σήμερα στους δρόμους των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων.
Η αρχική θρησκεία των καθημερινών τούρκων δεν ήταν ο σουνιτισμός αλλά ο αλεβιτισμός. Ένα κράμα σαμανισμού (αρχικής θρησκείας των τούρκων νομάδων), σιιτισμού και στοιχείων αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Αλλά το κράμα αυτό δεν εξυπηρετούσε την επιθετικότητα την οποία είχαν ανάγκη οι σουλτάνοι. Το άφησαν στις λαϊκές μάζες και επισήμως, η ηγέτιδα τάξη υιοθέτησε το σουνιτισμό.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ
Το όνομα Βυζάντιο ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε την εποχή εκείνη από αυτούς που ορίζει σήμερα.
Η Αυτοκρατορία ονομάσθηκε- όπως λέει η Αρβελέρ- Βυζαντινή, το πρώτον από καθολικούς ιερωμένους, οι οποίοι αρνήθηκαν για λόγους ιδεολογικούς να ονομάσουν την αυτοκρατορία των σχισματικών-κατ αυτούς- ορθοδόξων χριστιανών, με το επίσημο όνομά της, που ήταν το Ρώμη και ρωμαϊκή πολιτεία.
Ρώμη η αυτοκρατορία, Ρωμανία τα εδάφη που την απαρτίζουν και βέβαια Ρωμαϊκή πολιτεία, Ρωμαϊκό κράτος, και Ρωμαίοι οι πολίτες του.
Ρωμιοί και Ρωμαίοι για τους έλληνες και τους υπόλοπος ορθόδοξους Ρούμ για τους τούρκους.
Η διαπρεπής βυζαντινολόγος δίνει σε ένα από τα εκλαϊκευμένα βιβλία της τον ορισμό του Βυζαντίου:
«Βυζάντιο είναι η εκχριστιανισμένη και εξελληνισμένη Ρωμαϊκή ανατολική Αυτοκρατορία με την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύουσα.»
Οικουμενικότητα χριστιανική και ρωμαϊκή παγκοσμιότητα αποτελούν τους δύο πόλους της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδεολογίας, της μεγάλης οικουμενικής ιδέας.
Τι έγινε όλος αυτός ο κόσμος, ο λαός της Ρωμανίας μετά την Οθωμανική κατάκτηση;; Αφομοιώθηκε από τους τούρκους νομάδες που κατέλαβαν αρχικά τα οροπέδια της Ανατολίας καταδιωκόμενοι από τον Τζεγκίς Χάν;
Ο ελληνισμός δεν χάθηκε από τη Μικρά Ασία. Δεν εξηγείται πως εξαφανίστηκαν τα 8 εκατομμύρια χριστιανών Ελλήνων που αναφέρονται από τον Βρυώνη , από τους 400.000 τούρκους επιδρομείς, κατά τον ίδιο συγγραφέα.
Οι μελέτες σχετικά με την ύπαρξη ρωμαίικων μειονοτήτων στη Μικρά Ασία γίνονται στην εποχή μας όλο και πιο συστηματικές.
Η ΠΑΡΑΚΜΗ
Το βυζαντινό κράτος, την περίοδο της παρακμής του, βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση, αθλιότητα που δημιουργήθηκε από τη μείωση των κρατικών εισπράξεων που πήγαιναν στα ταμεία της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και από τις αυξημένες δαπάνες για τους δημόσιους υπαλλήλους και την αυλή. Το ενδιαφέρον για τους συνοριακούς πληθυσμούς ήταν ανύπαρκτο.
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Το Βυζάντιο έφτασε στη μέγιστη ακμή του κατά τον 7ο αιώνα, περίπου, επι Ηρακλείου, και άρχισε να κλονίζεται, ουσιαστικά, όταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε στο Ματζικέρτ το 1071.
Από το 1204 δεν υπάρχει πλέον ισχυρό βυζαντινό κράτος και αυτό δεν έχει να κάνει με τους οθωμανούς, αλλά με τη Δύση.
Οι Οθωμανοί ηγέτες, χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά το όπλο της θρησκείας για να πετύχουν τους κατακτητικούς τους στόχους. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του σουνιτικού ισλάμ ως επίσημης θρησκείας τους, αφού, έχει τα πιο επιθετικά χαρακτηριστικά.
Ισλάμ ή ξίφος ήταν το σύνθημα των μουσουλμάνων της εποχής. Το ίδιο σύνθημα βλέπουμε και ακούμε και σήμερα στους δρόμους των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων.
Η αρχική θρησκεία των καθημερινών τούρκων δεν ήταν ο σουνιτισμός αλλά ο αλεβιτισμός. Ένα κράμα σαμανισμού (αρχικής θρησκείας των τούρκων νομάδων), σιιτισμού και στοιχείων αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Αλλά το κράμα αυτό δεν εξυπηρετούσε την επιθετικότητα την οποία είχαν ανάγκη οι σουλτάνοι. Το άφησαν στις λαϊκές μάζες και επισήμως, η ηγέτιδα τάξη υιοθέτησε το σουνιτισμό.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ
Το όνομα Βυζάντιο ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε την εποχή εκείνη από αυτούς που ορίζει σήμερα.
Η Αυτοκρατορία ονομάσθηκε- όπως λέει η Αρβελέρ- Βυζαντινή, το πρώτον από καθολικούς ιερωμένους, οι οποίοι αρνήθηκαν για λόγους ιδεολογικούς να ονομάσουν την αυτοκρατορία των σχισματικών-κατ αυτούς- ορθοδόξων χριστιανών, με το επίσημο όνομά της, που ήταν το Ρώμη και ρωμαϊκή πολιτεία.
Ρώμη η αυτοκρατορία, Ρωμανία τα εδάφη που την απαρτίζουν και βέβαια Ρωμαϊκή πολιτεία, Ρωμαϊκό κράτος, και Ρωμαίοι οι πολίτες του.
Ρωμιοί και Ρωμαίοι για τους έλληνες και τους υπόλοπος ορθόδοξους Ρούμ για τους τούρκους.
Η διαπρεπής βυζαντινολόγος δίνει σε ένα από τα εκλαϊκευμένα βιβλία της τον ορισμό του Βυζαντίου:
«Βυζάντιο είναι η εκχριστιανισμένη και εξελληνισμένη Ρωμαϊκή ανατολική Αυτοκρατορία με την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύουσα.»
Οικουμενικότητα χριστιανική και ρωμαϊκή παγκοσμιότητα αποτελούν τους δύο πόλους της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδεολογίας, της μεγάλης οικουμενικής ιδέας.
Τι έγινε όλος αυτός ο κόσμος, ο λαός της Ρωμανίας μετά την Οθωμανική κατάκτηση;; Αφομοιώθηκε από τους τούρκους νομάδες που κατέλαβαν αρχικά τα οροπέδια της Ανατολίας καταδιωκόμενοι από τον Τζεγκίς Χάν;
Ο ελληνισμός δεν χάθηκε από τη Μικρά Ασία. Δεν εξηγείται πως εξαφανίστηκαν τα 8 εκατομμύρια χριστιανών Ελλήνων που αναφέρονται από τον Βρυώνη , από τους 400.000 τούρκους επιδρομείς, κατά τον ίδιο συγγραφέα.
Οι μελέτες σχετικά με την ύπαρξη ρωμαίικων μειονοτήτων στη Μικρά Ασία γίνονται στην εποχή μας όλο και πιο συστηματικές.
Η ΠΑΡΑΚΜΗ
Το βυζαντινό κράτος, την περίοδο της παρακμής του, βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση, αθλιότητα που δημιουργήθηκε από τη μείωση των κρατικών εισπράξεων που πήγαιναν στα ταμεία της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και από τις αυξημένες δαπάνες για τους δημόσιους υπαλλήλους και την αυλή. Το ενδιαφέρον για τους συνοριακούς πληθυσμούς ήταν ανύπαρκτο.
Τους ενδιέφερε μόνο η φορολόγησή
τους.
Ο αγροτικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας αισθανόταν πως αγνοούνταν και πως είχε αφεθεί απροστάτευτος στις κατακτητικές επιθέσεις των τούρκων.
Ο στρατός ήταν εντελώς παραμελημένος, το αμυντικό σύστημα των ακριτών είχε καταρρεύσει και βοήθεια από τη Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσε να περιμένει γιατί η πρωτεύουσα ήταν απασχολημένη με τις εμφύλιες διενέξεις και τις ραδιουργίες γύρω από τη διαδοχή του θρόνου.
Ακόμη χειρότερα ήταν τα πράγματα με τη βυζαντινή πνευματική τάξη και τη φεουδαρχική αριστοκρατία που αλλαξοπιστούσαν για να πάρουν μεγαλύτερα τσιφλίκια.
Κάτι θυμίζουν όλα αυτά.
ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΙ
Η Πόλη αλώθηκε με τη βοήθεια Ελλήνων που διαδραμάτισαν σημαντικό, σημαντικότατο ρόλο στην Άλωση και εντός και εκτός των τειχών.
Από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι υπόδουλοι, οι εξισλαμισμοί ήταν το μεγαλύτερο. Η απώλεια της πίστης σήμαινε και απώλεια της εθνικής συνείδησης. Η γλώσσα χωρίς τη θρησκεία δεν αποτελούσε ισχυρό δεσμό με το έθνος. Οι κρυπτοχριστιανοί, οι τενεσούρ ρούμ (αυτοί που επέστρεψαν στο χριστιανισμό) και οι σταυρίτες ήταν μερικές κατηγορίες ανθρώπων που βίωναν το υπαρξιακό τους δράμα στην, υποτίθεται πολυεθνική, οθωμανική αυτοκρατορία.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι σχεδόν όλοι οι μουσουλμάνοι της περιοχής του πόντου προέρχονται από εξισλαμισμούς.
Οι τούρκοι ήταν και παρέμειναν μια πολεμική ομάδα που με τη δύναμη των όπλων κρατούσε σε υποταγή πολλά έθνη και λαούς.
Οι ίδιοι δεν είχαν εθνική συνείδηση, αλλά τρόμαξαν όταν είδαν να αναπτύσσονται τα εθνικά κινήματα .
Η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν πατρίδα διαφόρων εθνοτήτων και εθνών που αν αποκτούσαν εθνική συνείδηση, τότε δεν έμενε χώρος για τους τούρκους.
Η διαπίστωση αυτή γίνεται κατανοητή μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78, προκαλεί τρομερή αντίδραση και οδηγεί τους τούρκους να πάρουν κατασταλτικά μέτρα ενάντια σε όσους είχαν εκφράσει εθνικές απαιτήσεις.
Τότε, στη Μικρά Ασία, οι έλληνες και οι αρμένιοι διεκδικούν εθνική αποκατάσταση. Οι τούρκοι προσπαθούν να πνίξουν αυτά τα κινήματα.
Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΑΔΥΝΑΤΗ
Όπως όλες οι Αυτοκρατορίες έτσι και η Οθωμανική αρχίζει να υποχωρεί μετά τη βασιλεία του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη (1520-1566) κατά την οποία έφθασε στη χρυσή εποχή της.
Και για να αντιμετωπίσει την υποχώρησή της άρχισε τον εκδυτικισμό. Το πρώτο κίνημα δυτικοποίησης έγινε την εποχή της γαλλικής επανάστασης, επι Σελήμ Γ! (1789-1807) και συνεχίσθηκε επι Μουράτ Β! (1808-1839), του σουλτάνου της ελληνικής επανάστασης, και αφορούσε κυρίως το στράτευμα, τη δημόσια διοίκηση και τα θρησκευτικά σχολεία.
Η ελληνική επανάσταση του 1821 είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση της οθωμανικής διπλωματικής υπηρεσίας επειδή οι πρόξενοι και διπλωμάτες της αυτοκρατορίας ήσαν όλοι, σχεδόν, έλληνες. Έτσι, ο σουλτάνος αναγκάσθηκε να ιδρύσει και υπουργείο εξωτερικών που μέχρι τότε δεν ήταν αναγκαίο, διότι θεωρούσε ότι οι άλλοι ηγέτες ήσαν κατώτεροι. Υπήρχε, μάλιστα, ένας ιδιαίτερος και γραφικός, όπως φαίνεται σήμερα, τρόπος με τον οποίο επικοινωνούσε μαζί τους, μέσω των εκπροσώπων τους.
ΤΑΝΖΙΜΑΤ
Εκείνο που έχει μεγάλο και καταλυτικό ενδιαφέρον για την εξέλιξη της ιστορίας μας είναι ότι στις 3 Νοεμβρίου 1839 ο υπουργός του νεοσύστατου υπουργείου Εξωτερικών της Αυτοκρατορίας Μουσταφά Ρεσίτ Πασάς εδιάβασε στο πάρκο του παλατιού του Τοπκαπί, που ονομάζεται «ο κήπος με τα τριαντάφυλλα», (Γκιουλχανέ) ένα αυτοκρατορικό διάταγμα του σουλτάνου Αμπντυλμετζίτ Α! που είχε μόλις αναλάβει το θρόνο.
Το φιρμάνι αυτό, το Γκιουλχανέ Χατί Χουμαγιούν, γνωστότερο στη δύση ως Χατί Σερίφ ντι Γκιουλχανέ, υπήρξε η πρώτη πράξη σειράς μεταρρυθμιστικών μέτρων που άνοιξε την περίοδο του Τανζιμάτ = Αναδιοργάνωση.
Ο εμπνευστής του φιρμανιού, ο Μουσταφά Ρεσίτ πασάς, είχε χρηματίσει πρέσβης στη Γαλλία και ήταν φανατικός δυτικόφιλος.
Η αρχή της ισότητας όλων των οθωμανών πολιτών, που περιείχε αυτό το διάταγμα, υπέσκαπτε τα θεμέλια του παραδοσιακού συστήματος των μιλλετίων,(στο οποίο βασιζόταν η οργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και ήταν αντίθετο στη δυτική έννοια της ομοιομορφίας, άνοιγε το δρόμο στη θεωρία του «οθωμανικού έθνους» ή οθωμανισμού των Ενωτικών Νεοτούρκων του 1908.
Δηλαδή, η θεωρητική βάση των Νεότουρκων βρίσκεται στο φιρμάνι αυτό και στις αλλαγές που πυροδότησε. Το οθωμανικό κράτος, από αυτοκρατορία την οποία συνέθεταν διάφορες εθνότητες, έπρεπε να αποκτήσει μια εθνική ομοιομορφία και να διαμορφώσει ένα οθωμανικό έθνος.
Οι τανζιματιστές προήλθαν ιδίως από τις τάξεις των κρατικών λειτουργών , των διπλωματών, των κυβερνητών, των υπουργών.
Μια, όμως, ιντελιγκέντσια που προήλθε από τους κόλπους τους, τους κατηγόρησε ότι είχαν σχηματίσει μια γραφειοκρατική ολιγαρχία, θέλησε να πάρει τη θέση τους και ζήτησε συνταγματικό καθεστώς, το οποίο έγινε πράξη το 1876.
Αυτοί οι συνταγματικοί αριστοκράτες εσχημάτισαν το 1865 την αντιπολιτευόμενη κίνηση των Νεοθωμανών γνωστότερος των οποίων ήταν ο αριστοκράτης συγγραφέας Ναμίκ Κεμάλ (1840-1888).
Και εδώ αρχίζει μια αντιπαράθεση δυτικιστών και αντιδυτικιστών.
Ο Κεμάλ και οι οπαδοί του, έγιναν υπερασπιστές της οθωμανικής πατρίδας στο σύνολό της (και όχι του τουρκικού έθνους): πατρίδος (vatan) και όχι έθνους.
Και οι Έλληνες της οΘωμανικής Αυτοκρατορίας υποστήριξαν πολύ την ιδέα του οθωμανισμού, δηλαδή της διαμόρφωση ενός δημοκρατικού πολυπολιτισμικού κράτους, καθώς και πολλοί Αρμένιοι. Έλληνες και Αρμενίους θα δούμε αρχικά να εντάσσονται στο «Ένωση και Πρόοδος»)
Από την άλλη, αν και ιθύνων νους της συνταγματικής επαναστάσεως υπήρξε ο αγγλόφιλος Μιντχάτ Πασάς, όπως ιθύνων νους του Τανζιμάτ του 1839 υπήρξε ο αγγλόφιλος Μουσταφά Ρεσίτ Πασάς, είχε διαφωνίες με τον Ναμίκ Κεμάλ.
Το σημείο στο οποίο διαφωνούσαν ήταν η στάση τους απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις .
Ο Μιντχάτ- όπως και η αγγλική κυβέρνηση- υπεστήριζε μια Οθωμανική Αυτοκρατορία με ευρεία αποκέντρωση, ενώ ο Κεμάλ και η πλειοψηφία των τούρκων ήσαν αντίθετοι επειδή πίστευαν πως μια τέτοια αποκέντρωση θα διευκόλυνε το διαμελισμό της αυτοκρατορίας από τις μεγάλες δυνάμεις.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, που μόλις λίγα χρόνια πριν απέκτησε την ανεξαρτησία της, κυριαρχούσε η ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας.
Το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας του 1830 όριζε τα όρια της χώρας στον άξονα Αχελώου-Σπερχειού.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1832, με τη Σύμβαση του Λονδίνου την οποία αναγνώρισε και ο σουλτάνος, τα σύνορα μετακινήθηκαν στον άξονα Αμβρακικός-Παγασητικός.
Το 1864 παραχωρούνται στην Ελλάδα τα Επτάνησα και το 1881 η Θεσσαλία.
Από την εποχή αυτή αρχίζουν τα πιο δύσκολα καθώς, στόχος της Ελλάδας ήταν η απελευθέρωση όλων των εδαφών που ζούσαν Έλληνες αλλά τα πράγματα, πλέον, γίνονται πιο σύνθετα.
Στη Μακεδονία, θα χρειασθεί πολύ σκληρός αγώνας εναντίον του βουλγαρικού εθνικισμού , ο οποίος, μάλιστα δόθηκε την επαύριον της καταστρεπτικής ήττας του 1897.
Την εθνική, πολιτική και κοινωνική κρίση που προκάλεσε η ήττα του ’97 ήρθε να διαχειρισθεί η επανάσταση του 1909 η οποία, πριν αποχωρήσει, κάλεσε το Ελευθέριο Βενιζέλο, έναν έλληνα από την επαναστατημένη και εκτός εθνικού κορμού, μέχρι τότε, Κρήτη, να αναλάβει το ηνία.
Το αποτέλεσμα των Βαλκανικών πολέμων είναι γνωστό. Μόλις πέρυσι γιορτάσαμε στη Θεσσαλονίκη την απελευθέρωση της πόλης ενώ φέτος είναι τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου αλλά κανείς δεν έχει διάθεση να τη θυμηθεί.
Είναι η παραίτηση από τα στοιχεία εκείνα της εθνικής προσπάθειας που αναπαράγουν τη μνήμη και κρατούν άσβεστη μια κοινή ιδέα, μια κοινή προσπάθεια. Είναι το αποτέλεσμα μιας αποδομητικής αντίληψης που αμφισβητεί, πλέον, την αναγκαιότητα των εθνών- κρατών, ως μονάδων της οργάνωσης της σημερινής διεθνούς κοινωνίας.
Εν πάση περιπτώσει, βρισκόμαστε στο αποκορύφωμα της εθνικής ιδέας στα Βαλκάνια και σε ότι μας αφορά, τρείςισχυροί εθνικισμοί, επρόκειτο να συγκρουσθούν.
Ο βουλγαρικός, που δεν είναι της παρούσης, ο ελληνικός, που επιδίωκε την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας και ο τουρκικός, ο οποίος, άρχισε να διαμορφώνεται όπως περιγράψαμε προηγουμένως και ένα μέρος του, είχε πάρει την απόφαση πως προκειμένου να πετύχει έπρεπε να εξαφανίσει όλους τους χριστιανικούς λαούς της Αυτοκρατορίας.
Και έτσι, άρχισε τη γενοκτονία τους.
Η Ελλάδα, παρά τις μεγάλες απώλειές της είχε μέχρι τότε συνεχείς επιτυχίες.
ΟΙ ΝΕΟΤΟΥΡΚΟΙ
Το επαναστατικό κίνημα που κατέληξε στη στρατιωτική εξέγερση του 1908 είχε αρχίσει να οργανώνεται από το 1889, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό.
Στο εσωτερικό ανεπτύχθη στην Κωνσταντινούπολη από το 1889 έως το 1897 και στη Θεσσαλονίκη από το 1906 μέχρι το 1908.
Στο εξωτερικό από το 1889 μέχρι το 1908 στο Παρίσι, τη Γενεύη και το Κάϊρο.
Στις πόλεις αυτές είχαν ιδρυθεί πολλές επαναστατικές οργανώσεις, αλλά μία από αυτές έπαιξε καθοριστικό ρόλο ως μίτος της Αριάδνης για ολόκληρη την περίοδο από το 1889 ως το 1908.
Τα ίχνη της οργάνωσης αυτής εμφανίζονται αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα στο Παρίσι και τη Γενεύη, και έπειτα στη Θεσσαλονίκη, όπου το όνομά της επιβιώνει κάθε φορά έπειτα από επανειλημμένες συγχωνεύσεις των επαναστατικών ομάδων.
Πρόκειται για την «Οθωμανική Επιτροπή Ενώσεως και Προόδου», υποκινήτριας της επαναστάσεως του 1908.
Όσο για τον όρο «Νεότουρκοι», αυτός καλύπτει το σύνολο των φιλελευθέρων- τότε- που αντετάχθησαν στη σουλτανική δεσποτεία, ήδη από το 1865 (το έτος που ιδρύθηκε στην Πόλη η μυστική εταιρεία των Νεοθωμανών, 1865-1876), όπως είπαμε, έως το 1908.
Έως το 1908, όλες οι επαναστατικές ομάδες των Νεοτούρκων, παρά τις διαφωνίες τους , συμφωνούσαν ότι δεν έπρεπε να αγωνισθούν για κάποιον τουρκικό εθνικισμό αλλά για την οθωμανική πατρίδα.
Το πρόβλημα που τους διαιρούσε και τους διαφοροποίησε στη συνέχεια, ήταν αν το οθωμανικό αυτό «έθνος» έπρεπε να αποκτήσει ενιαία πολιτική δομή όπως και έγινε τελικά κατά την επιθυμία των Ενωτικών, ή ομοσπονδιακή δομή, όπως ζητούσε ένας από τους ηγέτες των Νεοτούρκων, ο πρίγκιπας Σαμπαχεντίν (1877-1948) και οι Φιλελεύθεροι, οι οποίοι, όμως τελικά, δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν τις εξελίξεις.
Το σύνολο του ελληνικού λαού, όχι μόνο στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, αλλά και στο κράτος των Αθηνών, υποδέχθηκε την επανάσταση του 1908 με ενθουσιασμό.
Ο θεωρητικός του τουρκικού εθνικισμού, ήταν ο διανοούμενος Ζιγιά Γκιοκάλπ (1876-1924) ο οποίος δεν ήταν δυτικιστής.
Η εθνικιστική του ιδεολογία, ο τουρκισμός, που περιείχε και την υποστήριξη της μουσουλμανικής θρησκείας, τον τοποθετούσε, σε μια ενδιάμεση θέση μεταξύ των οπαδών της ακραίας δυτικοποιήσεως και αυτών που υπεστήριζαν την επιστροφή στην καθαρή ανατολική παράδοση.
Το ιδεολογικό σύστημα του Γκιοκάλπ είχε και κάποια ακραία χαρακτηριστικά που πέρασαν στην κυρίαρχη εθνικιστική τουρκική ιδεολογία και μετατράπηκαν σε κρατική πολιτική
Διατύπωσε μια πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, όπου βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή της -όπως και της νεοτουρκικής βεβαίως σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή- έχουν οι απόψεις του Νίτσε, οι οποίες εκχυδαϊστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλειακά.
Από τον Γκιοκάλπ ως τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (1881-1938) συνεχίσθηκε ο αγώνας μεταξύ των υποστηρικτών της δυτικής παρατάξεως και αυτών που με διάφορους τρόπους αντετίθεντο στην παρείσδυση της δύσεως.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Υπήρχε, όμως, για όλους και το πρόβλημα της θρησκείας.
Το Ισλάμ αποτελούσε μέρος της ψυχής του λαού. Ταυτόχρονα, όμως, οι θεσμοί του δημιουργούσαν προσκόμματα στην πρόοδο της πατρίδος .
Μπροστά σ αυτήν τη δυσκολία, σχεδόν αξεπέραστη, από το Ναμίκ Κεμάλ ως τον Ατατούρκ, οι οπαδοί τους βαθμιαία κατέληξαν να απορρίψουν το Ισλάμ για να επιτύχουν την υιοθέτηση του δυτικού πολιτισμού.
Ο Μουσταφά Κεμάλ θα χρησιμοποιήσει με ακραίο τρόπο τη μουσουλμανική πίστη των Οθωμανών για να πολεμήσει τους Έλληνες την περίοδο 1919-1922. Θα κηρύξει «τζιχάντ κατά των απίστων» και ο ίδιος θα αυτοανακηρυχθεί gazi, δηλαδή «ιερός πολεμιστής του Κορανίου» )
Το φαινόμενο αυτό επέτρεψε στη Δύση και στους Τούρκους Φιλελεύθερους μετά το Β! Π.Π., από τον Μεντερές μέχρι τον Τουρκούτ Οζάλ περνώντας από τον Ντεμιρέλ (δηλαδή τους ιδεολογικούς συνεχιστές του πρίγκιπος Σαμπαχετίν), να ιδιοποιηθούν τον Ατατούρκ και να τον βαφτίσουν δυτικιστή οπαδό του φιλελεύθερου καπιταλισμού.
Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ
Οι σοβινιστικές τάσεις των νεότουρκων φαίνονται από πολύ νωρίς. Αρνούνται πως υπάρχει εθνικό ζήτημα στην οθωμανική αυτοκρατορία και επιλέγουν την πολιτική της βίαιης αφομοίωσης των εθνικών μειονοτήτων.
Είναι πλήρως αποδεδειγμένο σήμερα ότι διέπραξαν γενοκτονία σε βάρος των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου.
Διαβάζοντας τα κείμενα των μη κεμαλιστών τούρκων ιστορικών, συναντούμε το οργανωμένο σχέδιο του νεοτουρκικού εθνικισμού.
Ενός εθνικισμού που γεννήθηκε στους κόλπους του οθωμανικού στρατεύματος , επηρεάστηκε βαθύτατα από το γερμανικό μιλιταρισμό και προσπάθησε να δημιουργήσει μηχανισμούς ελέγχου της σύνθεσης των πληθυσμών που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο 1913-1918.
Τα κείμενα αυτά αποδεικνύουν ότι οι Νεότουρκοι είχαν εμπνευστεί μια ιδεολογία περιθωριοποίησης και αποκλεισμού των στοχοποιημένων ομάδων του οθωμανικού πληθυσμού και είχαν εκπονήσει με λεπτομέρειες, από το 1913, ένα οργανωμένο σχέδιο, με βάση το οποίο πραγματοποιήθηκε η γενοκτονία των Ελλήνων στην αρχή και των Αρμενίων στη συνέχεια. Εκκαθαρίσεις που κατά περιοχές έλαβαν διαφορετική μορφή και ολοκληρώθηκαν με τη μικρασιατική καταστροφή.
Υπάρχουν καταγγελίες ότι από το 1913 ξεκίνησαν οι μαζικές εκτοπίσεις από την περιοχή των Δαρδανελλίων. Από το 1914 ως το 1918 θα συνεχισθούν με ιδιαίτερη δριμύτητα στο Δυτικό Πόντο (ο Ανατολικός είχε καταληφθεί από τους Ρώσους μετά το 1916) για να συνεχισθούν σε δεύτερη φάση μετά το τέλος του πολέμου, ως το 1922.
Βασικός στόχος ήταν να αποδειχθεί ότι αφ ενός από τους προϊστορικούς χρόνους η Ανατολία κατοικούνταν από τουρκικά φύλα και αφ ετέρου ότι οι περιοχές αυτές την εποχή του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922) συγκροτούσαν την αδιαφιλονίκητη τουρκική πατρίδα, που επιβουλεύτηκαν οι ξένοι ιμπεριαλιστές.
Δυστυχώς, η πολιτική σκοπιμότητα, μπορεί να υπερισχύσει της ιστορικής αλήθειας στη διεθνή κοινότητα.
Παρά τις επίμονες προσπάθειές τους που είχαν γενοκτόνα χαρακτηριστικά, οι τούρκοι αγωνίζονται ακόμη και σήμερα να πετύχουν την εθνική ομοιογένεια του Μικρασιατικού χώρου που κατέχουν.
Ανακαλούν την οθωμανική ιδεολογία αλλά, μάλλον, δεν φαίνεται να είναι πειστικοί.
Η Ελλάδα, εδραιώθηκε στα σύνορα της Λωζάννης, το 1923 αλλά, κρίνοντας από όσα ανέφερα, της ταιριάζει περισσότερο μια οικουμενική αντίληψη.
Πρέπει να κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός, αλλά, προς τα παρόν, δυστυχώς, δεν φαίνεται να διαθέτει τις δυνάμεις που απαιτούνται για μεγάλα εγχειρήματα.
Ο αγροτικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας αισθανόταν πως αγνοούνταν και πως είχε αφεθεί απροστάτευτος στις κατακτητικές επιθέσεις των τούρκων.
Ο στρατός ήταν εντελώς παραμελημένος, το αμυντικό σύστημα των ακριτών είχε καταρρεύσει και βοήθεια από τη Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσε να περιμένει γιατί η πρωτεύουσα ήταν απασχολημένη με τις εμφύλιες διενέξεις και τις ραδιουργίες γύρω από τη διαδοχή του θρόνου.
Ακόμη χειρότερα ήταν τα πράγματα με τη βυζαντινή πνευματική τάξη και τη φεουδαρχική αριστοκρατία που αλλαξοπιστούσαν για να πάρουν μεγαλύτερα τσιφλίκια.
Κάτι θυμίζουν όλα αυτά.
ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΙ
Η Πόλη αλώθηκε με τη βοήθεια Ελλήνων που διαδραμάτισαν σημαντικό, σημαντικότατο ρόλο στην Άλωση και εντός και εκτός των τειχών.
Από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι υπόδουλοι, οι εξισλαμισμοί ήταν το μεγαλύτερο. Η απώλεια της πίστης σήμαινε και απώλεια της εθνικής συνείδησης. Η γλώσσα χωρίς τη θρησκεία δεν αποτελούσε ισχυρό δεσμό με το έθνος. Οι κρυπτοχριστιανοί, οι τενεσούρ ρούμ (αυτοί που επέστρεψαν στο χριστιανισμό) και οι σταυρίτες ήταν μερικές κατηγορίες ανθρώπων που βίωναν το υπαρξιακό τους δράμα στην, υποτίθεται πολυεθνική, οθωμανική αυτοκρατορία.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι σχεδόν όλοι οι μουσουλμάνοι της περιοχής του πόντου προέρχονται από εξισλαμισμούς.
Οι τούρκοι ήταν και παρέμειναν μια πολεμική ομάδα που με τη δύναμη των όπλων κρατούσε σε υποταγή πολλά έθνη και λαούς.
Οι ίδιοι δεν είχαν εθνική συνείδηση, αλλά τρόμαξαν όταν είδαν να αναπτύσσονται τα εθνικά κινήματα .
Η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν πατρίδα διαφόρων εθνοτήτων και εθνών που αν αποκτούσαν εθνική συνείδηση, τότε δεν έμενε χώρος για τους τούρκους.
Η διαπίστωση αυτή γίνεται κατανοητή μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78, προκαλεί τρομερή αντίδραση και οδηγεί τους τούρκους να πάρουν κατασταλτικά μέτρα ενάντια σε όσους είχαν εκφράσει εθνικές απαιτήσεις.
Τότε, στη Μικρά Ασία, οι έλληνες και οι αρμένιοι διεκδικούν εθνική αποκατάσταση. Οι τούρκοι προσπαθούν να πνίξουν αυτά τα κινήματα.
Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΑΔΥΝΑΤΗ
Όπως όλες οι Αυτοκρατορίες έτσι και η Οθωμανική αρχίζει να υποχωρεί μετά τη βασιλεία του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη (1520-1566) κατά την οποία έφθασε στη χρυσή εποχή της.
Και για να αντιμετωπίσει την υποχώρησή της άρχισε τον εκδυτικισμό. Το πρώτο κίνημα δυτικοποίησης έγινε την εποχή της γαλλικής επανάστασης, επι Σελήμ Γ! (1789-1807) και συνεχίσθηκε επι Μουράτ Β! (1808-1839), του σουλτάνου της ελληνικής επανάστασης, και αφορούσε κυρίως το στράτευμα, τη δημόσια διοίκηση και τα θρησκευτικά σχολεία.
Η ελληνική επανάσταση του 1821 είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση της οθωμανικής διπλωματικής υπηρεσίας επειδή οι πρόξενοι και διπλωμάτες της αυτοκρατορίας ήσαν όλοι, σχεδόν, έλληνες. Έτσι, ο σουλτάνος αναγκάσθηκε να ιδρύσει και υπουργείο εξωτερικών που μέχρι τότε δεν ήταν αναγκαίο, διότι θεωρούσε ότι οι άλλοι ηγέτες ήσαν κατώτεροι. Υπήρχε, μάλιστα, ένας ιδιαίτερος και γραφικός, όπως φαίνεται σήμερα, τρόπος με τον οποίο επικοινωνούσε μαζί τους, μέσω των εκπροσώπων τους.
ΤΑΝΖΙΜΑΤ
Εκείνο που έχει μεγάλο και καταλυτικό ενδιαφέρον για την εξέλιξη της ιστορίας μας είναι ότι στις 3 Νοεμβρίου 1839 ο υπουργός του νεοσύστατου υπουργείου Εξωτερικών της Αυτοκρατορίας Μουσταφά Ρεσίτ Πασάς εδιάβασε στο πάρκο του παλατιού του Τοπκαπί, που ονομάζεται «ο κήπος με τα τριαντάφυλλα», (Γκιουλχανέ) ένα αυτοκρατορικό διάταγμα του σουλτάνου Αμπντυλμετζίτ Α! που είχε μόλις αναλάβει το θρόνο.
Το φιρμάνι αυτό, το Γκιουλχανέ Χατί Χουμαγιούν, γνωστότερο στη δύση ως Χατί Σερίφ ντι Γκιουλχανέ, υπήρξε η πρώτη πράξη σειράς μεταρρυθμιστικών μέτρων που άνοιξε την περίοδο του Τανζιμάτ = Αναδιοργάνωση.
Ο εμπνευστής του φιρμανιού, ο Μουσταφά Ρεσίτ πασάς, είχε χρηματίσει πρέσβης στη Γαλλία και ήταν φανατικός δυτικόφιλος.
Η αρχή της ισότητας όλων των οθωμανών πολιτών, που περιείχε αυτό το διάταγμα, υπέσκαπτε τα θεμέλια του παραδοσιακού συστήματος των μιλλετίων,(στο οποίο βασιζόταν η οργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και ήταν αντίθετο στη δυτική έννοια της ομοιομορφίας, άνοιγε το δρόμο στη θεωρία του «οθωμανικού έθνους» ή οθωμανισμού των Ενωτικών Νεοτούρκων του 1908.
Δηλαδή, η θεωρητική βάση των Νεότουρκων βρίσκεται στο φιρμάνι αυτό και στις αλλαγές που πυροδότησε. Το οθωμανικό κράτος, από αυτοκρατορία την οποία συνέθεταν διάφορες εθνότητες, έπρεπε να αποκτήσει μια εθνική ομοιομορφία και να διαμορφώσει ένα οθωμανικό έθνος.
Οι τανζιματιστές προήλθαν ιδίως από τις τάξεις των κρατικών λειτουργών , των διπλωματών, των κυβερνητών, των υπουργών.
Μια, όμως, ιντελιγκέντσια που προήλθε από τους κόλπους τους, τους κατηγόρησε ότι είχαν σχηματίσει μια γραφειοκρατική ολιγαρχία, θέλησε να πάρει τη θέση τους και ζήτησε συνταγματικό καθεστώς, το οποίο έγινε πράξη το 1876.
Αυτοί οι συνταγματικοί αριστοκράτες εσχημάτισαν το 1865 την αντιπολιτευόμενη κίνηση των Νεοθωμανών γνωστότερος των οποίων ήταν ο αριστοκράτης συγγραφέας Ναμίκ Κεμάλ (1840-1888).
Και εδώ αρχίζει μια αντιπαράθεση δυτικιστών και αντιδυτικιστών.
Ο Κεμάλ και οι οπαδοί του, έγιναν υπερασπιστές της οθωμανικής πατρίδας στο σύνολό της (και όχι του τουρκικού έθνους): πατρίδος (vatan) και όχι έθνους.
Και οι Έλληνες της οΘωμανικής Αυτοκρατορίας υποστήριξαν πολύ την ιδέα του οθωμανισμού, δηλαδή της διαμόρφωση ενός δημοκρατικού πολυπολιτισμικού κράτους, καθώς και πολλοί Αρμένιοι. Έλληνες και Αρμενίους θα δούμε αρχικά να εντάσσονται στο «Ένωση και Πρόοδος»)
Από την άλλη, αν και ιθύνων νους της συνταγματικής επαναστάσεως υπήρξε ο αγγλόφιλος Μιντχάτ Πασάς, όπως ιθύνων νους του Τανζιμάτ του 1839 υπήρξε ο αγγλόφιλος Μουσταφά Ρεσίτ Πασάς, είχε διαφωνίες με τον Ναμίκ Κεμάλ.
Το σημείο στο οποίο διαφωνούσαν ήταν η στάση τους απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις .
Ο Μιντχάτ- όπως και η αγγλική κυβέρνηση- υπεστήριζε μια Οθωμανική Αυτοκρατορία με ευρεία αποκέντρωση, ενώ ο Κεμάλ και η πλειοψηφία των τούρκων ήσαν αντίθετοι επειδή πίστευαν πως μια τέτοια αποκέντρωση θα διευκόλυνε το διαμελισμό της αυτοκρατορίας από τις μεγάλες δυνάμεις.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, που μόλις λίγα χρόνια πριν απέκτησε την ανεξαρτησία της, κυριαρχούσε η ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας.
Το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας του 1830 όριζε τα όρια της χώρας στον άξονα Αχελώου-Σπερχειού.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1832, με τη Σύμβαση του Λονδίνου την οποία αναγνώρισε και ο σουλτάνος, τα σύνορα μετακινήθηκαν στον άξονα Αμβρακικός-Παγασητικός.
Το 1864 παραχωρούνται στην Ελλάδα τα Επτάνησα και το 1881 η Θεσσαλία.
Από την εποχή αυτή αρχίζουν τα πιο δύσκολα καθώς, στόχος της Ελλάδας ήταν η απελευθέρωση όλων των εδαφών που ζούσαν Έλληνες αλλά τα πράγματα, πλέον, γίνονται πιο σύνθετα.
Στη Μακεδονία, θα χρειασθεί πολύ σκληρός αγώνας εναντίον του βουλγαρικού εθνικισμού , ο οποίος, μάλιστα δόθηκε την επαύριον της καταστρεπτικής ήττας του 1897.
Την εθνική, πολιτική και κοινωνική κρίση που προκάλεσε η ήττα του ’97 ήρθε να διαχειρισθεί η επανάσταση του 1909 η οποία, πριν αποχωρήσει, κάλεσε το Ελευθέριο Βενιζέλο, έναν έλληνα από την επαναστατημένη και εκτός εθνικού κορμού, μέχρι τότε, Κρήτη, να αναλάβει το ηνία.
Το αποτέλεσμα των Βαλκανικών πολέμων είναι γνωστό. Μόλις πέρυσι γιορτάσαμε στη Θεσσαλονίκη την απελευθέρωση της πόλης ενώ φέτος είναι τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου αλλά κανείς δεν έχει διάθεση να τη θυμηθεί.
Είναι η παραίτηση από τα στοιχεία εκείνα της εθνικής προσπάθειας που αναπαράγουν τη μνήμη και κρατούν άσβεστη μια κοινή ιδέα, μια κοινή προσπάθεια. Είναι το αποτέλεσμα μιας αποδομητικής αντίληψης που αμφισβητεί, πλέον, την αναγκαιότητα των εθνών- κρατών, ως μονάδων της οργάνωσης της σημερινής διεθνούς κοινωνίας.
Εν πάση περιπτώσει, βρισκόμαστε στο αποκορύφωμα της εθνικής ιδέας στα Βαλκάνια και σε ότι μας αφορά, τρείςισχυροί εθνικισμοί, επρόκειτο να συγκρουσθούν.
Ο βουλγαρικός, που δεν είναι της παρούσης, ο ελληνικός, που επιδίωκε την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας και ο τουρκικός, ο οποίος, άρχισε να διαμορφώνεται όπως περιγράψαμε προηγουμένως και ένα μέρος του, είχε πάρει την απόφαση πως προκειμένου να πετύχει έπρεπε να εξαφανίσει όλους τους χριστιανικούς λαούς της Αυτοκρατορίας.
Και έτσι, άρχισε τη γενοκτονία τους.
Η Ελλάδα, παρά τις μεγάλες απώλειές της είχε μέχρι τότε συνεχείς επιτυχίες.
ΟΙ ΝΕΟΤΟΥΡΚΟΙ
Το επαναστατικό κίνημα που κατέληξε στη στρατιωτική εξέγερση του 1908 είχε αρχίσει να οργανώνεται από το 1889, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό.
Στο εσωτερικό ανεπτύχθη στην Κωνσταντινούπολη από το 1889 έως το 1897 και στη Θεσσαλονίκη από το 1906 μέχρι το 1908.
Στο εξωτερικό από το 1889 μέχρι το 1908 στο Παρίσι, τη Γενεύη και το Κάϊρο.
Στις πόλεις αυτές είχαν ιδρυθεί πολλές επαναστατικές οργανώσεις, αλλά μία από αυτές έπαιξε καθοριστικό ρόλο ως μίτος της Αριάδνης για ολόκληρη την περίοδο από το 1889 ως το 1908.
Τα ίχνη της οργάνωσης αυτής εμφανίζονται αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα στο Παρίσι και τη Γενεύη, και έπειτα στη Θεσσαλονίκη, όπου το όνομά της επιβιώνει κάθε φορά έπειτα από επανειλημμένες συγχωνεύσεις των επαναστατικών ομάδων.
Πρόκειται για την «Οθωμανική Επιτροπή Ενώσεως και Προόδου», υποκινήτριας της επαναστάσεως του 1908.
Όσο για τον όρο «Νεότουρκοι», αυτός καλύπτει το σύνολο των φιλελευθέρων- τότε- που αντετάχθησαν στη σουλτανική δεσποτεία, ήδη από το 1865 (το έτος που ιδρύθηκε στην Πόλη η μυστική εταιρεία των Νεοθωμανών, 1865-1876), όπως είπαμε, έως το 1908.
Έως το 1908, όλες οι επαναστατικές ομάδες των Νεοτούρκων, παρά τις διαφωνίες τους , συμφωνούσαν ότι δεν έπρεπε να αγωνισθούν για κάποιον τουρκικό εθνικισμό αλλά για την οθωμανική πατρίδα.
Το πρόβλημα που τους διαιρούσε και τους διαφοροποίησε στη συνέχεια, ήταν αν το οθωμανικό αυτό «έθνος» έπρεπε να αποκτήσει ενιαία πολιτική δομή όπως και έγινε τελικά κατά την επιθυμία των Ενωτικών, ή ομοσπονδιακή δομή, όπως ζητούσε ένας από τους ηγέτες των Νεοτούρκων, ο πρίγκιπας Σαμπαχεντίν (1877-1948) και οι Φιλελεύθεροι, οι οποίοι, όμως τελικά, δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν τις εξελίξεις.
Το σύνολο του ελληνικού λαού, όχι μόνο στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, αλλά και στο κράτος των Αθηνών, υποδέχθηκε την επανάσταση του 1908 με ενθουσιασμό.
Ο θεωρητικός του τουρκικού εθνικισμού, ήταν ο διανοούμενος Ζιγιά Γκιοκάλπ (1876-1924) ο οποίος δεν ήταν δυτικιστής.
Η εθνικιστική του ιδεολογία, ο τουρκισμός, που περιείχε και την υποστήριξη της μουσουλμανικής θρησκείας, τον τοποθετούσε, σε μια ενδιάμεση θέση μεταξύ των οπαδών της ακραίας δυτικοποιήσεως και αυτών που υπεστήριζαν την επιστροφή στην καθαρή ανατολική παράδοση.
Το ιδεολογικό σύστημα του Γκιοκάλπ είχε και κάποια ακραία χαρακτηριστικά που πέρασαν στην κυρίαρχη εθνικιστική τουρκική ιδεολογία και μετατράπηκαν σε κρατική πολιτική
Διατύπωσε μια πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, όπου βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή της -όπως και της νεοτουρκικής βεβαίως σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή- έχουν οι απόψεις του Νίτσε, οι οποίες εκχυδαϊστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλειακά.
Από τον Γκιοκάλπ ως τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (1881-1938) συνεχίσθηκε ο αγώνας μεταξύ των υποστηρικτών της δυτικής παρατάξεως και αυτών που με διάφορους τρόπους αντετίθεντο στην παρείσδυση της δύσεως.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Υπήρχε, όμως, για όλους και το πρόβλημα της θρησκείας.
Το Ισλάμ αποτελούσε μέρος της ψυχής του λαού. Ταυτόχρονα, όμως, οι θεσμοί του δημιουργούσαν προσκόμματα στην πρόοδο της πατρίδος .
Μπροστά σ αυτήν τη δυσκολία, σχεδόν αξεπέραστη, από το Ναμίκ Κεμάλ ως τον Ατατούρκ, οι οπαδοί τους βαθμιαία κατέληξαν να απορρίψουν το Ισλάμ για να επιτύχουν την υιοθέτηση του δυτικού πολιτισμού.
Ο Μουσταφά Κεμάλ θα χρησιμοποιήσει με ακραίο τρόπο τη μουσουλμανική πίστη των Οθωμανών για να πολεμήσει τους Έλληνες την περίοδο 1919-1922. Θα κηρύξει «τζιχάντ κατά των απίστων» και ο ίδιος θα αυτοανακηρυχθεί gazi, δηλαδή «ιερός πολεμιστής του Κορανίου» )
Το φαινόμενο αυτό επέτρεψε στη Δύση και στους Τούρκους Φιλελεύθερους μετά το Β! Π.Π., από τον Μεντερές μέχρι τον Τουρκούτ Οζάλ περνώντας από τον Ντεμιρέλ (δηλαδή τους ιδεολογικούς συνεχιστές του πρίγκιπος Σαμπαχετίν), να ιδιοποιηθούν τον Ατατούρκ και να τον βαφτίσουν δυτικιστή οπαδό του φιλελεύθερου καπιταλισμού.
Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ
Οι σοβινιστικές τάσεις των νεότουρκων φαίνονται από πολύ νωρίς. Αρνούνται πως υπάρχει εθνικό ζήτημα στην οθωμανική αυτοκρατορία και επιλέγουν την πολιτική της βίαιης αφομοίωσης των εθνικών μειονοτήτων.
Είναι πλήρως αποδεδειγμένο σήμερα ότι διέπραξαν γενοκτονία σε βάρος των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου.
Διαβάζοντας τα κείμενα των μη κεμαλιστών τούρκων ιστορικών, συναντούμε το οργανωμένο σχέδιο του νεοτουρκικού εθνικισμού.
Ενός εθνικισμού που γεννήθηκε στους κόλπους του οθωμανικού στρατεύματος , επηρεάστηκε βαθύτατα από το γερμανικό μιλιταρισμό και προσπάθησε να δημιουργήσει μηχανισμούς ελέγχου της σύνθεσης των πληθυσμών που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο 1913-1918.
Τα κείμενα αυτά αποδεικνύουν ότι οι Νεότουρκοι είχαν εμπνευστεί μια ιδεολογία περιθωριοποίησης και αποκλεισμού των στοχοποιημένων ομάδων του οθωμανικού πληθυσμού και είχαν εκπονήσει με λεπτομέρειες, από το 1913, ένα οργανωμένο σχέδιο, με βάση το οποίο πραγματοποιήθηκε η γενοκτονία των Ελλήνων στην αρχή και των Αρμενίων στη συνέχεια. Εκκαθαρίσεις που κατά περιοχές έλαβαν διαφορετική μορφή και ολοκληρώθηκαν με τη μικρασιατική καταστροφή.
Υπάρχουν καταγγελίες ότι από το 1913 ξεκίνησαν οι μαζικές εκτοπίσεις από την περιοχή των Δαρδανελλίων. Από το 1914 ως το 1918 θα συνεχισθούν με ιδιαίτερη δριμύτητα στο Δυτικό Πόντο (ο Ανατολικός είχε καταληφθεί από τους Ρώσους μετά το 1916) για να συνεχισθούν σε δεύτερη φάση μετά το τέλος του πολέμου, ως το 1922.
Βασικός στόχος ήταν να αποδειχθεί ότι αφ ενός από τους προϊστορικούς χρόνους η Ανατολία κατοικούνταν από τουρκικά φύλα και αφ ετέρου ότι οι περιοχές αυτές την εποχή του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922) συγκροτούσαν την αδιαφιλονίκητη τουρκική πατρίδα, που επιβουλεύτηκαν οι ξένοι ιμπεριαλιστές.
Δυστυχώς, η πολιτική σκοπιμότητα, μπορεί να υπερισχύσει της ιστορικής αλήθειας στη διεθνή κοινότητα.
Παρά τις επίμονες προσπάθειές τους που είχαν γενοκτόνα χαρακτηριστικά, οι τούρκοι αγωνίζονται ακόμη και σήμερα να πετύχουν την εθνική ομοιογένεια του Μικρασιατικού χώρου που κατέχουν.
Ανακαλούν την οθωμανική ιδεολογία αλλά, μάλλον, δεν φαίνεται να είναι πειστικοί.
Η Ελλάδα, εδραιώθηκε στα σύνορα της Λωζάννης, το 1923 αλλά, κρίνοντας από όσα ανέφερα, της ταιριάζει περισσότερο μια οικουμενική αντίληψη.
Πρέπει να κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός, αλλά, προς τα παρόν, δυστυχώς, δεν φαίνεται να διαθέτει τις δυνάμεις που απαιτούνται για μεγάλα εγχειρήματα.